κονδυλοθήκη

κονδυλοθήκη
η пенал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κονδυλοθήκη" в других словарях:

  • κονδυλοθήκη — η (Μ κονδυλοθήκη) βλ. κοντυλοθήκη …   Dictionary of Greek

  • κοντυλοθήκη — και κονδυλοθήκη, η (Μ κονδυλοθήκη) θήκη για κοντύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + θήκη (< θήκη), πρβλ. δελτιο θήκη, ιματιο θήκη] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»